-
1 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
2 казна
-ы θ. παλ.1. δημόσιο ταμείο•государственная казна το θησαυροφυλάκιο.
2. το δημόσιο, το κράτος•школы и больницы строит казна τα σχολεία και τα νοσοκομεία τα χτίζει το κράτος.
3. χρήματα, περιουσία. -
3 казино
казино с нескл. τό καζίνο, казна ж уст. τό δημόσιο[ν], τό ταμε-ῖο[ν]:государственная \казино τό θησαυρο-φυλάκιο[ν].